- βαρύζηλος
- βαρύζηλος, -ον (AM)ο υπερβολικά φθονερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρύζηλος — exceeding jealous masc/fem nom sg βαρυζηλος exceeding jealous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύζηλον — βαρύζηλος exceeding jealous masc/fem acc sg βαρύζηλος exceeding jealous neut nom/voc/acc sg βαρυζηλος exceeding jealous masc/fem acc sg βαρυζηλος exceeding jealous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυζήλοιο — βαρύζηλος exceeding jealous masc/fem/neut gen sg (epic) βαρυζηλος exceeding jealous masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυζήλοισιν — βαρύζηλος exceeding jealous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) βαρυζηλος exceeding jealous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυζήλου — βαρύζηλος exceeding jealous masc/fem/neut gen sg βαρυζηλος exceeding jealous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυζήλων — βαρύζηλος exceeding jealous masc/fem/neut gen pl βαρυζηλος exceeding jealous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυζήλῳ — βαρύζηλος exceeding jealous masc/fem/neut dat sg βαρυζηλος exceeding jealous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… … Dictionary of Greek